- λωποδυτώ
- (Α λωποδυτῶ, -έω) [λωποδύτης]διαπράττω λωποδυσία, κλέβω με πανουργία, διαρπάζω με επιτηδειότητααρχ.1. κλέβω, ληστεύω, διαρπάζω2. κλέβω κρυφά τα ενδύματα τών λουομένων στα λουτρά ή αφαιρώ βίαια τους επενδύτες τών διαβατών («ἠδίκουν γὰρ ἂν τὰ τοιαῡτα εἰς αὐτὸν παρανομῶν καὶ τὴν πάτριον ἐσθῆτα λωποδυτῶν», Λουκιαν.)3. μτφ. επιδίδομαι σε λογοκλοπία («τὸν Ὅμηρον ἀναιδῶς λωποδυτοῡσιν», Ανθ. Παλ.).
Dictionary of Greek. 2013.